Γιώργος Φρέρης

Contact+, No 87, 2019

Κωνστάνς Δημά

Φωτεινή έξοδος

Αφηγήματα

Εκδόσεις St-Honoré – Παρίσι 2019

Επτά αφηγήματα συνθέτουν το έργο αυτό στα Γαλλικά της Κωνστάνς Δημά, μια Ελληνίδα κοσμοπολίτισσα συγγραφέας, που μιλά και γράφει επτά ευρωπαϊκές γλώσσες, έζησε και εργάστηκε σε πέντε χώρες της Ενωμένης Ευρώπης και συνέθεσε τέσσερις ποιητικές συλλογές σε τέσσερις γλώσσες (Ελληνικά, Γαλλικά, Τσέχικα και Βουλγάρικα), τρία πεζογραφήματα, επίσης τρεις γαλλικές αποδόσεις ελληνικών έργων και πέντε μεταφράσεις από τα Γαλλικά στα Ελληνικά, μία από τα Ελληνικά στα Γαλλικά, μία συλλογή ποιημάτων από τα Ελληνικά στα Βουλγαρικά και ένα σενάριο από τα Τσέχικα στα Ελληνικά.

Έτσι, η Κωνστάνς Δημά έχοντας ένα σημαντικό έργο ως πολύγλωσση συγγραφέας και πλούσια εμπειρία στην εκπαίδευση ως καθηγήτρια της Γαλλικής, της Ελληνικής και της Βουλγαρικής, και κυρίως έχοντας ζήσει κάτω από διάφορα καθεστώτα στην πρώην Τσεχοσλοβακία, στη Γαλλία, στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στο Βέλγιο, μας φέρνει με το τελευταίο έργο της – το τέταρτο πεζογράφημα – την περιγραφή έξι ψυχολογικών απογοητεύσεων μιας ανώνυμης αφηγήτριας, και την αποκάλυψη που αντισταθμίζει τα ηθικά της δεινά.

Τα επτά αυτά σύντομα αφηγήματα ξετυλίγουν στην πραγματικότητα τις ενδόμιχες σκέψεις της αφηγήτριας-συγγραφέα, κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, ειδικά την περίοδο κατά την οποία είχε βυθιστεί ως δημόσιος υπάλληλος στην απόλυτη σιωπή. Τώρα, απελευθερωμένη από τα επαγγελματικά της καθήκοντα, το εγώ της βρίσκει την ευκαιρία να διηγηθεί τις εμπειρίες της από τα έξι γεγονότα που την σημάδεψαν βαθιά, και έτσι, το τραυματισμένο αυτό εγώ ανταποδίδει και διεκδικεί τη δική του αλήθεια μέσω της λογοτεχνίας απέναντι σε εκείνους που το είχαν σοβαρά αποκηρύξει.

Αυτά τα σύντομα ψυχολογικά αφηγήματα, περιστρέφονται γύρω από το πρόβλημα της δυσκολίας των ανθρώπινων σχέσεων, κεντρικό θέμα στα επτά πεζογραφήματα, όπου η αφηγήτρια αναζητεί μια αχνή ακτίνα φωτός ή κάποια διέξοδο για να ανακουφίσει τον πόνο που την κατακλύζει. Σε κάθε ιστορία, ο αναγνώστης διακρίνει ένα είδος λύσης, μια σωτήρια διέξοδο, που έρχεται χάρη στην αναπαράσταση του παρελθόντος, στην αποκατάστασης της ‘τιμής’ της και την ακριβή ανάμνηση που αγγίζει την παραμικρή λεπτομέρεια μιας αντιπαράθεσης ή μάλλον μιας παρεξήγησης του παρελθόντος.

Αυτή η ανακατασκευή ενός γεγονότος, που επανεξετάζεται και κυρίως επαναβιώνεται από την αφυπνισμένη συνείδηση, αποτελεί μια κίνηση αυτοδημιουργίας του εγώ, αποδεικνύοντας ότι ο χρόνος δεν σβήνει όλα τα χτυπήματα που είναι καταγεγραμμένα στο υποσυνείδητο. Είναι αλήθεια ότι το εγώ ως αφηγητής αντιμετωπίζει ζητήματα που είναι αρκετά προσωπικά αλλά πολύ σύντομα ο αναγνώστης τα εκλαμβάνει ως καθολικά φαινόμενα, δηλαδή ο προσωπικός προβληματισμός δεν παίρνει καθολικές διαστάσεις, αλλά εμφανίζει κοινές, γενικές περιπτώσεις.

Κατά τον τρόπο αυτό, θέτονται τα ζητήματα της φιλίας και της αγάπης, της ειρηνικής συνύπαρξης και της επαγγελματικής συνεργασίας. Ο σκοπός επομένως της συγγραφέα-αφηγήτριας είναι να παρακινήσει τον αναγνώστη της να ανακτήσει ένα παρελθόν που περιγράφεται απλά αλλά λεπτεπίλεπτα, δηλαδή τον ενθαρρύνει να κάνει ένα εσωτερικό ταξίδι προς το ‘φως’ για να φτάσει στην ποιότητα, την αλήθεια, την ηρεμία. Η Κωνστάνς Δημά, για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποιεί τη λογοτεχνική δημιουργία, την αφήγηση, προσδίνοντας μια δύναμη, μια πειθώ στο λόγο της που καταφέρνει να λύσει επιδέξια, με καθαρή και απλή εξήγηση, το κάθε ζήτημα που τίθεται ή αντιμετωπίζεται.

Έτσι, στο αφήγημά της ‘Γράμμα σε μια φίλη κομμουνίστρια’, αποκαθιστά τη σύγχυση για μια αλήθεια από τα παιδικά χρόνια των παιδιών των ελληνικών οικογενειών που ζούσαν εξόριστα μετά τον εμφύλιο πόλεμο, που δεν αναφέρεται στο κείμενο αλλά διαφαίνεται από το πλαίσιο. Στο αφήγημα ‘Ο σκηνοθέτης’, επιθυμεί να αποκαλύψει την προδοσία της φιλίας με την κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας και την αδικία που διαπράττει ένας φίλος. Στο ‘Ζινοβία’, ο αναγνώστης παρατηρεί τον επαγγελματικό ανταγωνισμό όταν κάποιος οικιοποιείται ή κλέβει τις ιδέες των άλλων για να τις κάνει δικές του, ενώ στο ‘Η δασκάλα’ δείχνει πώς ο εκφοβισμός, η προσβολή και κάθε είδος μπούλυινγκ από έναν ανώτερο, μια κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα, τραυματίζουν και προσβάλλουν τους καλών προθέσεων ανθρώπους.

Στο ‘Τα δάκρυα της αγάπης’, ο πόνος που προκαλεί η αγάπη χωρίς ανταπόκριση περιγράφεται με συμπάθεια και λεπτότητα που δεν αφήνει ασυγκίνητο τον αναγνώστη, ενώ στο ‘Η ανάμνηση της ευωδιάς’ η αφηγήτρια παραδέχεται ότι με την εμπειρία της ζωής που απέκτησε, αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο στην ποίηση, με την αριστοτελική έννοια του όρου, δηλαδή να ασχοληθεί με τη δημιουργία. Και ακριβώς, στο τελευταίο αφήγημα που φέρει τον τίτλο ‘Φωτεινή έξοδος’ και το οποίο είναι ουσιαστικά μια ανακοίνωση που προσφώνησε στο 22ο Παγκόσμιο Συνέδριο των ποιητών, η αφηγήτρια υποστηρίζει ότι μόνο η ποίηση, μόνο η δημιουργία – και στη δική της περίπτωση η λογοτεχνική δημιουργία – μπορεί να δώσει τη λύση, μπορεί να φωτίσει τον σκοτεινό κόσμο των σκέψεων και των θλίψεών μας.

Πράγματι, αυτό το έργο της Κωνστάνς Δημά είναι κάλεσμα να ανακαλύψουμε το λόγο, εκείνο της μητρικής γλώσσας, αλλά και της ξένης. Το γεγονός ότι το δημοσίευσε στα Γαλλικά – και σύμφωνα με τις πληροφορίες της βιβλιογραφίας που δίνονται στο τέλος του βιβλίου, μαθαίνουμε ότι αναμένεται η μετάφραση ή, ακριβέστερα, η αυτο-μετάφραση στα Ελληνικά – μας πείθει ότι διαθέτει μια ευαισθησία που αγγίζει το ασυνήθιστο, την γλωσσική διαφορετικότητα, που μας ωθεί να επιβεβαιώσουμε ότι η δοκιμασία αυτή προς το ασυνήθιστο ή το ξένο διαφαίνεται στη δοκιμασία του αναγνώστη αυτού του έργου, όπου τα πρόσωπα που εξετάζονται φαίνονται και αντιλαμβάνονται κάτω από την αντίληψη της υπό ανάλυση αφηγήτριας.

Η γραφή, η τέχνη, μερικές ιστορίες από το παρελθόν, ορισμένες χαρακτηριστικές συναντήσεις, κάποιες δύσκολες περίοδοι, βιβλία ή αναγνώσεις, καταλήγουν πάντα να μας υποκινούν φέρνοντάς μας πιο κοντά στη δημιουργία, δίνοντας σχήμα στο άμορφο, στα ξεχασμένα λόγια ή κουβέντες, στα συναισθήματα που εξασθένησαν, με την πάροδο του χρόνου, στην ιστορία μιας ζωής υπό ανακατασκευή. Αυτή είναι η περίπτωση του βιβλίου της Κωνστάνς Δημά, η οποία, σε ποιητική μορφή, με ένα σαφές και καλά επιλεγμένο λεξιλόγιο που σκοπό έχει να βρει τον σημασιολογικό της στόχο, μας περιγράφει κομμάτια από μια ζωή βγαλμένα από όνειρο, συνηθισμένα γεγονότα που μας αγγίζουν.

Μας εκθέτει διάφορες σκηνές που γεννούν λεπτά, διακριτικά συναισθήματα, όχι για να κρύψουν την σκληρή πραγματικότητα, ακόμη λιγότερο για να την αποδυναμώσουν, αλλά ακριβώς για να επισημάνουν ότι η κακία, το ψέμα, η προδοσία, ο φθόνος, το προσωπικό όφελος έχουν πάντα μια αγγελική όψη.

Επιπλέον, το γεγονός ότι πολύ συχνά η αφήγηση των ιστοριών αυτών παρουσιάζεται σε ποιητική μορφή, δηλαδή με μικρές παραγράφους που χωρίζονται μεταξύ τους με μια διαστημική γραμμή που δίνει στον αναγνώστη κάποιο χρόνο περισυλλογής – μετά, στο τέλος, στο κάτω μέρος της σελίδας, με πλάγιους χαρακτήρες, υπάρχει ένα είδος κατάληξης, μια διδαχή που υπενθυμίζει στον αναγνώστη ότι το έργο είναι η ηχώ ενός ανθρωπισμού που χάθηκε, μεταμορφώθηκε, συγκαλύφθηκε από έναν απάνθρωπο μετα-μοντερνισμό, συχνά σκληρό και άδικο, βασισμένο σε μια κακώς σχεδιαδιασμένη και εγωιστική πρόοδο.

Η ‘Φωτεινή έξοδος’ είναι ένα έργο λογοτεχνικό αλλά επίσης και φιλοσοφικό, χωρίς ηθικές ή ιδεολογικές φιλοδοξίες που αποδεικνύει ότι ο σημερινός άνθρωπος συναντά στην καθημερινότητά του μια σειρά από προβλήματα που μόνο η λογοτεχνία, μόνο η τέχνη του λόγου μπορεί όχι τόσο να του δώσει τη λύση αλλά τουλάχιστον να του παρέχει μια παρηγοριά, εκείνη της δημιουργίας. Και η Κωνστάνς Δημα, με το σοφό και λεπτό ταλέντο της, καταφέρνει να εξετάσει προσεκτικά την ανθρώπινη ψυχή μέσα από αληθινές ιστορίες, ξαναβιωμένες και ξαναφτιαγμένες.

* * *

Μετάφραση από τα Γαλλικά: Ηλέκτρα Αραμπατζή


Email 23.4.2018

Αγαπητή Κωνστάνς,

 

[...]

Το πόνημά σου «Φωτεινή έξοδος» είναι ένα μικρό «κόσμημα». Θα αντέξει στο χρόνο, γιατί η κάθε λέξη του είναι μετρημένη, σωστά τοποθετημένη, υπάρχει μια σύνδεση εσωτερική μεταξύ των διηγήσεων, οι οποίες εκπέμπουν μια ηρεμία μετά από μια εσωτερική φουρτούνα, χωρίς μελοδραματικές πόζες. Είναι μια γραφή της εσωτερικής μνήμης,  ένα υπόδειγμα της έντονης θύμησης της αδικίας.

[...]


Μανδραγόρας, τεύχος 54

Απρίλιος 2016

 

ΚΩΝΣΤΑΝΣ ΔΗΜΑ

Το κυανόχρωμα της μοναξιάς

Θεσσαλονίκη, Σαιξπηρικόν, 2015, σελ.142

Η Κωνστάνς Δημά είναι μια πνευματική δημιουργός, που δεν αρκείται στην ποίηση μόνο ή στον πεζό λόγο, ούτε γράφει αποκλειστικά σε μία και μόνο γλώσσα, αλλά γνωρίζοντας πέντε ξένες γλώσσες (γαλλικά, αγγλικά, ρώσικα, βουλγάρικα και τσέχικα), εκφράζεται απευθείας στη γλώσσα του Άλλου, ασχολούμενη με πολλά είδη λόγου. Ανήκει μ’ αυτόν τον τρόπο στις «σύγχρονες συνειδήσεις» που συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός νέου ευρωπαϊκού πνεύματος, στη διάπλαση μιας νέας κι ευρείας αντίληψης της συγκατοίκησης, όπου οι πολιτισμικές διαφορές αντί να διαιρούν ενώνουν, αντί να περιχαρακώνουν τα άτομα ή τα έθνη τα γεφυρώνουν, αντί να επιβάλουν τον μονόλογο του αυταρχισμού συμβάλλουν στον εμπλουτισμό και στην ανανέωση παραδοσιακών δεδομένων.

Με το μυθιστόρημα της, Το κυανόχρωμα της μοναξιάς, δημοσιευμένο από τις εκδόσεις «Σαιξπηρικόν», που είναι η ελληνική απόδοση από την ίδια την συγγραφέα, του αντίστοιχου πρωτοδημοσιευμένου μυθιστορήματος στα γαλλικά, το 2011, με τον τίτλο La solitude a la couleur de lazur, η Κωνστάνς Δημά προσφέρει στο ελληνικό κοινό μια πρωτότυπη μυθιστορηματική αφήγηση και επιπλέον μια αυτομετάφραση, δηλαδή ένα λογοτεχνικό κείμενο όπου η δημιουργός δεν αποβλέπει τόσο στην πολιτιστική διαφορά που χωρίζει τον αναγνώστη από τον συγγραφέα, όσο στο να συνειδητοποιεί ο αναγνώστης, μέσω της ίδιας πλέον «συγγραφικής γλώσσας» που μεταφέρει ένα αλλότριο νόημα, την ισορροπία που επιχειρείται να εδραιωθεί ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους πολιτισμούς.

Το κυανόχρωμα της μοναξιάς είναι ένα σύγχρονο, μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, ως προς τη σύλληψη και τη μορφή, όπου η διήγηση στηρίζεται σε δυο πρωταγωνιστές που ανταλλάσσουν επιστολές, στο γάλλο ποιητή, Λυσιέν και στην ελληνίδα καθηγήτρια γαλλικής στη Μέση Εκπαίδευση, τη Δανάη, που είναι ταυτόχρονα ποιήτρια και μεταφράστρια. Στην αρχή η αλληλογραφία τους γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών και καθώς με τα χρόνια εξελίσσεται η τεχνολογία, επικοινωνούν κι ανταλλάσσουν μεταξύ τους ηλεκτρονικά μηνύματα. Αν και η όλη διαδικασία της αλληλογραφίας, παρουσιάζεται από την πλευρά της Δανάης, η σύντομη εισαγωγή για τις επιστολές που έλαβε για τον Λυσιέν περιορίζεται στο να εξηγήσει στον αναγνώστη πώς ξεκίνησε η σχέση τους, αρχικά ως πνευματική και στη συνέχεια ως ερωτική, πώς ευδοκίμησε και πώς εξελίχθηκε τελικά, παρεμβαίνοντας ελάχιστα η ίδια ως αφηγήτρια. Αρκείται στο να αναφέρει α διάφορα στάδια που γνώρισε η φιλία-σχέση τους, αφήνοντας στον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα από την επιστολογραφία των δύο πρωταγωνιστών.

Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, μετά την σύντομη περιγραφή των συνθηκών γνωριμίας τους, έχουμε τριάντα τρεις επιστολές του Λυσιέν προς τη Δανάη, και καμιά επιστολή της Ελληνίδας προς τον Γάλλο ποιητή, γιατί υποτίθεται ότι η Δανάη δεν κρατούσε αντίγραφο, ενδεχομένως γιατί ποτέ δεν φαντάστηκε ότι ο ιδιαίτερα καλλιεργημένος αυτός άνθρωπος, που την «προέτρεψε» να τον αγαπήσει, θα την πρόδιδε τελικά, αγνώμων και εγωιστικά περιχαρακωμένος στη φύση του. Αυτή, από την πλευρά της, διαισθανόταν προς το τέλος της σχέσης τους ότι «η αρμονία, γέννημα της ένωσης αγάπης-μίσους, αγρυπνούσε δίπλα της» (σ. 134). Κατά συνέπεια, η αφηγήτρια εξιστορεί μονοφωνικά, έχοντας ένα διπλό πλεονέκτημα καθώς δεν επιβάλει δομικούς περιορισμούς και προσκομίζει στον αναγνώστη τα στοιχεία που έχει στην κατοχή της σχετικά με τις αντιλήψεις του αποστολέα. Στην προκειμένη περίπτωση διαβάζουμε τις επιστολές του Λυσιέν από τις 3/1/1997 μέχρι και τις 17/5/1999, και διαμορφώνουμε άποψη για τη στάση του, η οποία μέσω των αποκαλυπτικών στοιχείων προκύπτει πως η συμπεριφορά του ήταν ανάρμοστη κι εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος, από τις 6/10/2004 έως και τις 8/01/2006, όπου ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι έχει έρθει η ρήξη στο δεσμό τους, με την ανταλλαγή δεκαέξι ηλεκτρονικών μηνυμάτων.

Η Κωνστάνς Δημά επιχειρεί λοιπόν με αυτό το μυθιστόρημα, χωρίς μελοδραματισμούς, να καταγράψει απόψεις, να διηγηθεί έναν έρωτα τυχαίο, σχεδόν απρόσμενο, μεταξύ δυο ανθρώπων των γραμμάτων που δεν ευτύχησε και παραμένοντας στα πλαίσια μιας απλής φιλίας, η γυναίκα γίνεται θύμα μιας περίεργης διανοητικής πλεκτάνης εκ μέρους του άντρα, ο οποίος διεκδικεί την ελευθερία στην προσωπική του ζωή αλλά και μια αδέσμευτη σεξουαλική συμπεριφορά. Αντίθετα η γυναίκα, αποβλέπει σε μια σταθερή σχέση και επιμένει στην ειλικρίνεια των αισθημάτων της. Με τρόπο έξυπνο, η συγγραφέας περνά από την κλασική αλληλογραφία στη σύγχρονη ηλεκτρονική μορφή επικοινωνίας και ανάγει το προσωπικό στο γενικό και κοινωνικό, μεσ’ από μια γραφή άμεση και προπάντων ειλικρινή.

Η τεχνική αυτή αντανακλά τη δυναμική λειτουργία ης επιστολής, αφού ένα γράμμα μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία φαντασίας και μια λιτή ανάλυση των γεγονότων με ανάλογο τρόπο, ένα φανταστικό γράμμα μπορεί να εναλλάσσει τον αφηγηματικό και τον ηθοπλαστικό λόγο, βάσει της αρχής ότι η λογοτεχνία θα πρέπει συγχρόνως να διαπαιδαγωγεί, να ψυχαγωγεί και να συγκινεί. Επιπλέον, αλληλογραφώντας, ο ήρωας των επιστολικών μυθιστορημάτων αποκομίζει εμπειρίες, διότι η αλληλογραφία αναπτύσσει διαπροσωπικές σχέσεις και ευνοεί την ανάλυση ψυχικών καταστάσεων διαφορετικών χαρακτήρων. Η κατ’ ανάγκη στατική θέση του αλληλογράφου εμπλουτίζεται από τα ψυχολογικά ανοίγματα και τις ανταλλαγές απόψεων που του προσφέρονται.

Η Kωνστάνς Δημά γνωρίζει πολύ καλά ότι μια επιστολή, όποια μορφή κι αν έχει, «εκφράζει πολύ καλύτερα μια λέξη, ένα βλέμμα ή ακόμα και μια σιωπή» που λέει, δείχνει ή αισθάνεται όπως η ηρωίδα των Επικίνδυνων σχέσεων/ Les liaisons dangereuses (Choderlos de Laclos) κι ότι για αιώνες, η αλληλογραφία υπήρξε ένας έξοχος τρόπος επαφής –στα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ, του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι, του Μυριβήλη και πολλών άλλων, οι βασικοί ήρωες αλληλογραφούν διαρκώς. Ξέρει επιπλέον ότι από τα παλιά χρόνια, οι εραστές δεν είχαν ποτέ το περιθώριο να επικοινωνούν και να εκφράζουν ελεύθερα αισθήματα, απόψεις και καημούς. Αντίθετα, με ένα γραπτό μήνυμα ακόμα και με τη μορφή ενός μπιλιέτου ή με ένα ραβασάκι, ξεπερνιόταν η απουσία του αγαπημένου προσώπου, και μπορούσε να μετατραπεί σε δυναμική φανταστική παρουσία που διατηρούσε φλογερά αισθήματα αγάπης ή μίσους ακόμα. Κι αυτό γιατί συχνά οι ερωτικές επιστολές κρύβουν μια υπέρμετρη ελπίδα, με μύχια συναισθήματα και υπόγειες προσδοκίες μακριά από το βλέμμα τρίτων προσώπων. Μόνον που αυτή η ελπίδα δε έχει πάντα αίσιο τέλος, οπότε μετά την τόσο αναμενόμενη φυσική συνάντηση των προσώπων, έρχεται πολλές φορές η απογοήτευση και το μοναδικό εμφανίζεται ως κοινότοπο, το αυθόρμητο μετατρέπεται πλεκτάνη, το συγκινησιακό προβάλλει ως γελοίο, η αποστασιοποίηση του ενός επιβάλλει τη σιωπή του άλλου, ο πόνος γίνεται δυσβάσταχτος και η ψυχή γαληνεύει στη μοναξιά. Επίσης, με την ανταλλαγή επιστολών αναπτύσσονται επιχειρήματα, αλλά εκφράζονται και συναισθήματα, κυρίως όταν τα γεγονότα που απαρτίζουν την πλοκή είναι λιγότερο σημαντικά από τις συγκινήσεις, επειδή οι συγκινήσεις αποτελούν από μόνες τους καταστάσεις και οι χαρακτήρες είναι δραματικοί, φωνές ανθρώπινες που μορφοποιούν τη κάθε ύπαρξη μέσα από το καθρέφτισμα της στη γραφή.

Αυτήν την κατάληξη έχουν και οι δυο διανοούμενοι ήρωες του μυθιστορήματος της Κωνστάνς Δημά, που σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ζωής τους γνωρίστηκαν στα πλαίσια μιας ποιητικής συνάντησης, πίστεψαν ότι ο προβληματισμός τους για τη γραφή ήταν ένα θετικό βήμα που θα τους έδινε την ευκαιρία για μια πληρέστερη γνωριμία. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου νιώθουν μια περίεργη αίσθηση η οποία αφήνει ένα μόνιμο κενό μέσα τους. Η ενασχόληση με την τέχνη τους δίνει τη δυνατότητα να μεταπλάθουν τη μορφή σε περιεχόμενο και την ύλη από μια κατάσταση σε μια άλλη, κι έτσι καλλιεργείται μέσα τους η αυταπάτη ότι μπορεί να λυτρωθούν, να ευτυχήσουν, στην ουσία όμως ζουν ένα «παρεξηγημένο» είδος ελευθερίας. Κυρίως η Δανάη, την οποία εκμεταλλεύεται ο Λυσιέν, αφού πίσω από τον πλατωνικό έρωτα στην αρχή και την εκδήλωση ηδονισμού του στην συνέχεια, βρίσκει μια ευκαιρία ώστε να αναλάβει εκείνη τη μετάφραση των έργων του στα ελληνικά και να γίνει γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, παραβλέποντας εντελώς τις δικές της συναισθηματικές καταθέσεις και ανασφάλειες. Κι έρχεται η σύγκρουση που γεννά την απομόνωση και τη μελαγχολία. Από τη μια δηλαδή, έχουμε τον ηδονισμό του Λυσιέν που ποντάρει στο πλεονέκτημα ότι μπορεί να λειτουργήσει αυτόματα και χωρίς να ρισκάρει τίποτα, στηριζόμενος στη «βολεμένη» του ζωή κι επικαλούμενος την ικανοποίηση των ενστίκτων του, κοινώς «παίζει» εκ του ασφαλούς. Από την άλλη, έχουμε τον έρωτα της Δανάης, που φλερτάρει, αγαπά και τελικά δέχεται την όποια θυσία, αλλά όχι και την κοροϊδία ή τον εξευτελισμό. Αυτή η σύγκρουση θα την γεμίσει αγωνία και θλίψη, θα την οδηγήσει στην απόλυτη μοναξιά, η οποία θα εκφραστεί με την τελική σιωπή που προκύπτει και πηγάζει από έντονο ψυχικό πόνο, από μια βαθιά συντριβή, θλίψη και απογοήτευση.

Ο λόγος της Κωνστάνς Δημά εντάσσεται λοιπόν στη γραφή των περήφανων εκείνων γυναικών που διακριτικά ακροβατούν ανάμεσα σ’ αυτό που λέγεται και σ’ αυτό που πρέπει να ειπωθεί, που χαράζουν τα όρια της καθημερινότητας βιώνοντας ήρεμα την πνευματικότητά τους, βγάζοντας όμως κατά περίσταση μια εσωτερική κραυγή πόνου, αφού εμπνεύσουν και χαρίσουν στον λόγο των ποιητών τη μυστική τους γοητεία. Η γραφή της Κωνστάνς Δημά αναδεικνύει ενδόμυχες σκέψεις, παραδίδεται χωρίς αντιστάσεις στο συμβολικό, αλλά την ίδια στιγμή διεκδικεί τη δικαίωση της φύσης της, χωρίς να απαιτεί δάφνινο στεφάνι. Με τον τρόπο αυτόν η γραφή αποκτά δύναμη, ξεφεύγει από τον συμβολισμό, συναντά τη δημιουργό της μυθιστορίας όπου λέξεις;, εικόνες, γεγονότα, συμπεριφορές και χαρακτήρες, έρχονται σε αντίθεση με την αδικία, και διεκδικεί το δικαίωμα να εξιστορήσει το βίωμα της νικημένης, μιας ηττημένης που φωτίζεται από τη λάμψη της δικαίωσης. Κι αυτή είναι η μοναδική ειρωνική κατάθεση πίκρας που εκφράζεται στο τέλος του μυθιστορήματος, αναζητώντας τη «λύτρωση» της ηρωίδας μεσ’ το κυανόχρωμα που ηρεμεί και τη μοναξιά που επουλώνει τη θλίψη.